- δεκάκλινος
- δεκάκλῑνος , δεκάκλινοςholding ten dinner-couchesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκάκλινος — η, ο (AM δεκάκλινος, ον) αυτός που χωράει δέκα κρεβάτια («δεκάκλινος θάλαμος», «δεκάκλινος στέγη») αρχ. εκείνος που έχει μήκος δέκα κρεβατιών («κρήνη δεκάκλινος») … Dictionary of Greek
δεκάκλινον — δεκάκλῑνον , δεκάκλινος holding ten dinner couches masc/fem acc sg δεκάκλῑνον , δεκάκλινος holding ten dinner couches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκακλίνῳ — δεκακλί̱νῳ , δεκάκλινος holding ten dinner couches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)